- ἀστυφία
- ἀστυφία, ἡ,A = ἀστυσία, Anon. ap. EM197.53, AB456.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀστυφίας — ἀστυφίᾱς , ἀστυφία fem acc pl ἀστυφίᾱς , ἀστυφία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστυφίαν — ἀστυφίᾱν , ἀστυφία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀστυφίη — ἀστυφία fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)